πρόσκαιρος

πρόσκαιρος
-η, -ο
1. αυτός που διαρκεί λίγο χρόνο, ο προσωρινός: Πρόσκαιρες απολαύσεις.
2. για φυλάκιση, αυτός που διαρκεί από 10-20 χρόνια: Πρόσκαιρα δεσμά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόσκαιρος — occasional masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσκαιρος — η, ο, / πρόσκαιρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα, προσωρινός (α. «πρόσκαιρη χαρά» β. «πρόσκαιρος ἡ τέρψις», Διον. Αλ.) 2. παροδικός (α. «πρόσκαιρες ανησυχίες τής ψυχής τους», Παπαντ. β. «πρόσκαιροι θόρυβοι», Λουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • προσκαίρως — πρόσκαιρος occasional adverbial πρόσκαιρος occasional masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσκαιρον — πρόσκαιρος occasional masc/fem acc sg πρόσκαιρος occasional neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαίροις — πρόσκαιρος occasional masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαίρου — πρόσκαιρος occasional masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαίρους — πρόσκαιρος occasional masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαίρων — πρόσκαιρος occasional masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαίρῳ — πρόσκαιρος occasional masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσκαιρα — πρόσκαιρος occasional neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”