πρόσκαιρος — occasional masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκαιρος — η, ο, / πρόσκαιρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα, προσωρινός (α. «πρόσκαιρη χαρά» β. «πρόσκαιρος ἡ τέρψις», Διον. Αλ.) 2. παροδικός (α. «πρόσκαιρες ανησυχίες τής ψυχής τους», Παπαντ. β. «πρόσκαιροι θόρυβοι», Λουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
προσκαίρως — πρόσκαιρος occasional adverbial πρόσκαιρος occasional masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκαιρον — πρόσκαιρος occasional masc/fem acc sg πρόσκαιρος occasional neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαίροις — πρόσκαιρος occasional masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαίρου — πρόσκαιρος occasional masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαίρους — πρόσκαιρος occasional masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαίρων — πρόσκαιρος occasional masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαίρῳ — πρόσκαιρος occasional masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκαιρα — πρόσκαιρος occasional neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)